- ἰθυφάνεια
- ἰθυ-φάνεια, ἡ, das Gradhineinscheinen des Lichtes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιθυφάνεια — ἰθυφάνεια, ἡ (Α) [ιθυφανής] η κατευθείαν λάμψη τού ηλίου … Dictionary of Greek
ἰθυφάνειαν — ἰθυφάνεια direct incidence of light fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθυφανής — ἰθυφανής, ές (Α) φρ. «κατ ἰθυφανές» με ιθυφάνεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ φάν ην), πρβλ. οφθαλμο φανής, πασι φανής] … Dictionary of Greek